σταίτινος

From LSJ
Revision as of 09:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταίτῐνος Medium diacritics: σταίτινος Low diacritics: σταίτινος Capitals: ΣΤΑΙΤΙΝΟΣ
Transliteration A: staítinos Transliteration B: staitinos Transliteration C: staitinos Beta Code: stai/tinos

English (LSJ)

η, ον, of flour or dough of spelt, Hdt.2.47, Plu.Luc. 10.

German (Pape)

[Seite 928] von Weizenmehl, σταιτίνας πλάσσοοσι ὗς, Her. 2, 27.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
préparé avec de la pâte.
Étymologie: σταῖς.

Greek (Liddell-Scott)

σταίτινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀλεύρου ἢ φυράματος ζειᾶς, Ἡρόδ. 2. 47, Πλουτ. Λούκουλλ. 10· - οὕτω, σταιτήια, τά, πλακούντια ἢ ἀρτίσκοι ἐξ ἀλεύρου ζειᾶς, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και στάτινος, -ίνη, -ον Α [[σταῑς, σταιτός]]
1. φτειαγμένος από ζυμάρι
2. (το θηλ. στον τ. στατίνη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή».

Greek Monotonic

σταίτῑνος: -η, -ον, αυτός που είναι παρασκευασμένος από αλεύρι ή ζύμη σικάλεως, σε Ηρόδ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σταίτινος: сделанный из теста (ὗς Her.; βοῦς Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταίτινος -η -ον [σταίς] van deeg van tarwemeel.

Middle Liddell

σταίτῑνος, η, ον [from σταῖς
of flour or dough of spelt, Hdt., Plut.