στενόπους

From LSJ
Revision as of 15:48, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενόπους Medium diacritics: στενόπους Low diacritics: στενόπους Capitals: ΣΤΕΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: stenópous Transliteration B: stenopous Transliteration C: stenopous Beta Code: steno/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος, narrow-footed, Polem.Phgn.2.85; f.l. for στεγανό- (q.v.), Arist.Phgn.810a24.

German (Pape)

[Seite 935] ὁ, ἡ, dünnfüßig, Sp.

Russian (Dvoretsky)

στενόπους: ποδος adj. с узкой ступней Arst.

Greek (Liddell-Scott)

στενόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στενὸν πόδα (ἕτεροι στεγανόπους), Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 2.

Greek Monolingual

-όποδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει στενά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + πούς, ποδός].