στρεψίκερως

From LSJ
Revision as of 15:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεψίκερως Medium diacritics: στρεψίκερως Low diacritics: στρεψίκερως Capitals: ΣΤΡΕΨΙΚΕΡΩΣ
Transliteration A: strepsíkerōs Transliteration B: strepsikerōs Transliteration C: strepsikeros Beta Code: streyi/kerws

English (LSJ)

[ῐ], ωτος, ὁ, ἡ, an African antelope with twisted horns, the addax, Plin.HN11.124.

Russian (Dvoretsky)

στρεψίκερως: ωτος ὁ или ἡ (лат. addax) стрепсикерот (вид антилопы, с витыми рогами, предполож. Capra cervicapra) Plin.

Greek (Liddell-Scott)

στρεψίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, Ἀφρικανὴ δορκὰς μετὰ συνεστραμμένων κεράτων, Πλιν. Ν. Η. 11. 45.

Greek Monolingual

-ικέρωτος, ο, η, ΝΑ
ονομασία αφρικανικής αντιλόπης με συνεστραμμένα κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι- του στρέφω (πρβλ. στρέψις) συνθ. του τύπου τερψίμβροτος + -κερως (< κέρας, -ατος), πρβλ. αιγό-κερως. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. strepsiceros].