συγκομιστός
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
συγκομιστή, συγκομιστόν, brought together, ἄρτος σ. bread of unbolted meal, Hp.VM14, cf. Acut.37, Diocl. ap. Hsch., Tryphoand Diph.Siph. ap. Ath.3.109c, 115d, Dsc.2.85; σ. διαιτήματα rough, coarse food, Hp.Vict.3.68, cf. 2.56.
German (Pape)
[Seite 969] zusammengetragen, -gebracht, δεῖπνον, ein Picknick, Ath., auch ἄρτος, id. III, 109 c.
Greek (Liddell-Scott)
συγκομιστός: -ή, -όν, ὁ συγκομισθείς, συναχθείς, Λατ. collatitius, συγκομιστὰ δεῖπνα, δηλ. δεῖπνα ἐκ συμβολῆς, ἤτοι δι’ ἐράνου ἐπιτελούμενα, δεῖπνον ἐξ ἐράνου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀθ. ΙΙ. ἄρτος συγκομιστὸς = αὐτόπυρος. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Τρύφ. παρ’ Ἀθην. 109F, πρβλ. 115D· σ. διαιτήματα, τροφὴ ἀνάμικτος, ἴδε Foës. Oec. Hipp. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 489.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συγκομίζω
1. αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν τόπο
2. φρ. α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» — τροφή ανάμικτη
β) «συγκομιστὰ δείπνα» — δείπνα που γίνονταν μετά από έρανο
γ) «ἄρτος συγκομιστός» — άρτος αυτόπυρος, ψωμί παρασκευασμένο από ακοσκίνιστο σιταρένιο αλεύρι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκομιστός -ή -όν [συγκομίζω] bijeengebracht, gemengd (zonder voldoende geschift en gezift te zijn); van voedsel grof; van brood gemaakt van ongezift meel.