συμπαραφύομαι

From LSJ
Revision as of 19:45, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαραφύομαι Medium diacritics: συμπαραφύομαι Low diacritics: συμπαραφύομαι Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: symparaphýomai Transliteration B: symparaphyomai Transliteration C: symparafyomai Beta Code: sumparafu/omai

English (LSJ)

Pass., grow together, Gal.UP16.9, Them.Or.4.56a.

German (Pape)

[Seite 985] (s. φύω), mit od. zugleich daneben aufkeimen, Theophr. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραφύομαι: Παθητ., παραφύομαι ὁμοῦ, συμπαρέφυ δὲ καὶ ἑτέρα (δηλ. τυραννὶς) ἐν Ἰλλυριοῖς Θεμίστ. 56Α· ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῖσαι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 526Β, κλπ.

Greek Monolingual

Α
1. φύομαι, εκφύομαι, φυτρώνω συγχρόνως κοντά σε κάτι («ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῑσαι», Γρηγ. Νύσσ.)
2. μτφ. (για κατάσταση) εμφανίζομαι συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παραφύομαι «φυτρώνω κοντά»].