συνεκπεράω
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
come out together, Aret.SD2.11; μετά τινος X.Cyn.4.5.
German (Pape)
[Seite 1012] (s. περάω), mit od. zugleich heraus-, hervorgehen, μετά τινος, Xen. Cyn. 4, 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
sortir avec ; franchir avec.
Étymologie: σύν, ἐκπεράω.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκπεράω: ἐξέρχομαι ὁμοῦ, συνδιεξέρχομαι, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11· μετά τινος Ξεν. Κυν. 4, 5.
Greek Monotonic
συνεκπεράω: μέλ. -άσω [ᾱ], εξέρχομαι μαζί, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνεκπεράω: вместе выходить (μετά τινος Xen.).