φθίδιος
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
α, ον, (φθίω) perishable, Hsch. (post φθόσις).
German (Pape)
[Seite 1271] schwindend, vergänglich, von kurzer Dauer, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φθίδιος: -α, -ον, (φθίω) «φθίδιον· ὀλιγοχρόνιον, ὀλίγον» Ἡσύχ. μετὰ τὴν λέξιν φθόσις.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθι- του φθίνω + κατάλ. -ίδιος].
Translations
perishable
Catalan: perible; Dutch: beperkt houdbaar, bederfelijk; Finnish: pilaantuva; French: périssable; German: verderblich, leichtverderblich, vergänglich, kurzlebig, begrenzt haltbar; Greek: φθαρτός; Ancient Greek: ἐπίκαρος, ἐπικήριος, ἐπίκηρος, εὔφθαρτος, φθαρτός, φθίδιος, φθόριμος; Gothic: 𐍂𐌹𐌿𐍂𐌴𐌹𐍃; Hungarian: romlandó; Italian: deperibile; Manx: çherraghtagh; Marathi: नाशिवंत; Norwegian: lettbedervelig; Portuguese: perecível; Spanish: perecedero, caduco, efímero