χαλκοτόρευτος
From LSJ
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
ον, wrought of bronze, τρίαινα Orph.H.17.2.
German (Pape)
[Seite 1332] aus Erz od. Kupfer getrieben, geformt, Orph. H. 16, 2.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοτόρευτος: -ον, τορευθείς, κατασκευασθεὶς ἐκ χαλκοῦ, τρίαινα Ὀρφ. Ὕμν. 16. 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
κατασκευασμένος από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -τόρευτος (< τορεύω), πρβλ. χρυσοτόρευτος].