λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Full diacritics: χηραιότης | Medium diacritics: χηραιότης | Low diacritics: χηραιότης | Capitals: ΧΗΡΑΙΟΤΗΣ |
Transliteration A: chēraiótēs | Transliteration B: chēraiotēs | Transliteration C: chiraiotis | Beta Code: xhraio/ths |
-ητος, ἡ, widowhood, PMasp.5.23, al. (vi A. D.).
-ότητος, ἡ, Α
η κατάσταση της χηρείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. χηραῖος, κατά το γεραιότης].