βραγχός
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
ή, όν, hoarse, βραγχὰ λαρυγγιόων AP11.382.2 (Agath.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
ronco neutr. como adv. βραγχὸν τετριγυῖα AP 6.54 (Paul.Sil.), βραγχὰ λαρυγγιόων AP 11.382.2 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 460] heiser, Paul. Sil. 48 (XI, 54); Agath. 69 (XI, 382).
Greek (Liddell-Scott)
βραγχός: -ή, -όν, βραγχνός, Ἀνθ. ΙΙ.11. 382.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
rauque, enroué.
Étymologie: cf. βράγχος.
Greek Monolingual
βραγχός, -ή, -όν (Α) βράγχος
βραχνός, βραχνιασμένος.
Greek Monotonic
βραγχός: -ή, -όν (βλ. το προηγ. βράγχος), βραχνός, βραχνιασμένος, σε Ανθ. (πιθ. ηχομιμ. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
βραγχός: охрипший, хриплый Anth.
Middle Liddell
[Prob. formed from the sound.]
hoarse, Anth.