γαργαρισμός
From LSJ
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
English (LSJ)
ὁ, gargling, Alex.Trall.5.4.
Spanish (DGE)
v. γαργαλισμός.
German (Pape)
[Seite 475] ὁ, das Gurgeln, Plin. 28, 12, 51.
Greek (Liddell-Scott)
γαργαρισμός: ὁ, γαργάρα, Πλίν. 28. 12, 51.
Greek Monolingual
ο (Α γαργαρισμός) γαργαρίζω
το να κάνει κανείς γαργάρα
νεοελλ.
το υγρό που χρησιμοποιείται για γαργάρα.