γηθυλλίς
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
Dor. γᾱθ- Epich.134, ίδος, ἡ, Dim. of γήθυον:—spring onion (acc. to Moer.115, the Att. equivalent for ἀμπελόπρασον), Epich. l. c., Eub.89.3, Nic.Al.431, Epaenet. ap. Ath.9.371e, IG5(1).1511 (Sparta, prob.).
Greek (Liddell-Scott)
γηθυλλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ γήθυον (κατὰ τὸν Μοῖρ. 115, τὸ παρ’ Ἀττ. ἰσοδύναμον πρὸς τὸ ἀμπελόπρασον · Ἐπίχ. (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ γᾱθυλλίς) 89 Ahr., Εὔβουλ. Πορν. 2, Νίκ. Ἀλ. 431.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Alolema(s): dór. γᾱθυλλίς Epich.80
bot.
1 cebolla o cebolleta variedad del Allium cepa L. ἐν δὲ σκόροδα δύο καὶ γαθυλλίδες δύο Epich.l.c., cf. Eub.88.3, Phryn.Com.12, Nic.Al.431, Polem.Hist.36, Epaenetus en Ath.371e, IG 5(1).1511.7 (Esparta), Hsch.s.u. γήθυα.
2 ajopuerro Moer.106.
Greek Monolingual
γηθυλλίς και δωρ. τ. γαθυλλίς, η (Α)
είδος πράσου, αμπελόπρασο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. γηθυλλίς θεωρήθηκε σύνθετη (γηθυλλίς) και ερμηνεύτηκε ως «σάκος χώματος» (πρβλ. θύλαξ) καθώς και η λ. γήθυον (γη + θύον «σάκος»). Ίσως όμως θα ήταν προτιμότερο η λ. γηθυλλίς να θεωρηθεί υποκοριστικό του γήθυον, το οποίο αποτελεί πιθ. υστερογενή σχηματισμό από το ρ. γηθέω. Ο τ. γήτειον παραμένει ανερμήνευτος].
Frisk Etymological English
-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: name of an onion (Epich.); (cf. Strömberg Theophrastea 84).
Other forms: γήθυον n. (Ar.), γήτειον n. (Ar.), κητίον (Cratin.), γαιθυλλάδαι Η. Fur. 187, 253 further adds γάθια ἀλλάντια H., ἀγασυλλίς (Dsc. 3, 84. ἀγαθίς = σησαμίς H.
Dialectal forms: Dor. γαθυλλίς
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Kalén GHÅ 24 (1918): 1, 103ff. analyses γη-θυλλίς as Erdsäckel; also γήθυον as *θύον sacculus; a most remarkable etymology (discussed seriously by the etym. dictionaries!). It does not account for γήτειον. θ after γηθέω (DELG) is the wrong kind of explaining away facts. Evidently a Pre-Greek name (Fur. ll.cc.; note α/αι, θ/σ).
Frisk Etymology German
γηθυλλίς: (dor. γαθ-), -ίδος
{gēthullís}
Forms: γήθυον n. (Ar., Thphr. u. a.), γήτειον n. (Ar., Anaxandr., Kall. u. a.)
Grammar: f. (Epich., Eub., Nik. u. a.),
Meaning: N. einer Zwiebel (vgl. Strömberg Theophrastea 84).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Von Kalén GHÅ 24 (1918): 1, 103ff. in γηθυλλίς zerlegt und als Erdsäckel erklärt; entsprechend will er aus γήθυον ein *θύον sacculus (auch in τήθυον postuliert) gewinnen. Dabei wird das ebenfalls gut beglaubigte γήτειον nicht berücksichtigt.
Page 1,304