δημεραστής
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (LSJ)
οῦ, ὁ, friend of the people, Pl.Alc.1.132a, D.C.47.38:— hence substantive δημεραστία, ἡ, Poll.3.65, and Adj. δημεραστικός, ή, όν, friendly to the people, Procl.in Alc.p.146 C.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Grafía: acent. δημεράστ- D.C.47.38.3
enamorado del pueblo, amigo del pueblo irón., de Alcibíades φοβοῦμαι μὴ δ. ἡμῖν γενόμενος διαφθαρῇς Pl.Alc.1.132a, δημεράσται ... ἀκριβῶς ὄντες D.C.l.c., cf. Poll.3.65, 9.10
•peyor. δημολόγος τε καὶ δ. Them.Or.26.315a, de los sofistas δημερασταὶ καὶ δημοκόλακες op. πολιτικοί Mich.in EN 616.13.
German (Pape)
[Seite 561] ὁ, Volkssecund, Plat. Alc. I, 132 a; auch Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δημεραστής: -οῦ, ὁ, φίλος τοῦ λαοῦ, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 132Α.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
ardent ami du peuple.
Étymologie: δῆμος, ἐραστής.
Greek Monolingual
δημεραστής, ο (Α)
ο εραστής του δήμου
αυτός που επιδεικνύει υπερβολική αγάπη για τον λαό.
Greek Monotonic
δημεραστής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά το λαό, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δημεραστής: οῦ ὁ народолюб, друг народа Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημεραστής -οῦ, ὁ [δῆμος, ἐραστής] vriend van het volk.