διαλύω

From LSJ
Revision as of 19:24, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλύω Medium diacritics: διαλύω Low diacritics: διαλύω Capitals: ΔΙΑΛΥΩ
Transliteration A: dialýō Transliteration B: dialyō Transliteration C: dialyo Beta Code: dialu/w

English (LSJ)

fut. -λύσω, etc.,

   A loose one from another, part asunder, διαπλέκων καὶ διαλύων twining and untwining, Hdt.4.67; νὺξ δ. τοὺς ἀγωνιζομένους Id.8.11; δ. τὸν σύλλογον, τὴν συνουσίαν, τὴν πανήγυριν, etc., break it up, dismiss it, Id.7.10.δ, Pl.Ly.223b, X.Cyr.6.1.10, etc.; τὴν σκηνὴν εἰς κοίτην δ. break up the party and go to bed, ib.2.3.1; δ. τὴν στρατιάν ib.6.1.6; τὸ ναυτικόν disband it, Th.2.93:— Med., συνουσίας Pl.Grg.457d:—Pass., of an army, assembly, etc., disperse, Hdt.1.128, etc.; ἐκ τοῦ συλλόγου Id.3.73, cf. 8.56: in fut. Med., part from one's escort, Th.2.12; of a man, die, X.Cyr.8.7.20.    2 dissolve into its elements, break up, destroy, δ. καὶ ἀπολλύναι Pl.R.609a s1.; ἐξ ἑνὸς εἰς πολλὰ δ. Id.Ti.68d; disperse, break up a herd of sheep, BGU1012.12 (ii B.C.); break up a ship, παλαιὰν τριήρη δ. IG2.804, cf. PSI4.382 (iii B.C.); τρίπους, ὅρμος διαλελυμένος, SIG2588.169,198 (Delos, ii B.C.); τὰς οἰκήσεις Plb.4.65.4; dissolve, κοινόν Test.Epict.8.6; σῴζεσθαι καὶ διαλυθεῖσαν οἴχεσθαι πολιτείαν Pl.Lg.945c; of the sun, thaw frozen things, X.Cyn.5.2:—Pass., ἐξ ὧν σύγκειται καὶ εἰς ἃ διαλύεται Arist.GC325b19, cf. Ph.204b33, etc.    3 break off, put an end to friendship, ὁμολογίας Isoc.4.175; φιλίαν Arist.EN1157b10:—Pass., of married persons, separate, be divorced, SIG364.59 (Ephesus):—Med., διαλύσασθαι ξεινίην Hdt.4.154: abs., dissolve friendship, Arist.EN1162b25:—Pass., αἱ σπονδαὶ διελέλυντο Th.5.1.    4 put an end to enmity, ἔχθραν, πόλεμον, Id.8.46:—Med., δ. ἔχθρας Is.7.11; διαφοράς Isoc.12.160; πολέμους Id.4.172, cf. D.4.15: in plpf. Pass. (with Med. signf.), διελέλυσθε τὸν πόλεμον Isoc.14.27 (v.l. διελύεσθε):—Pass., τὰς ἔχθρας διαλύεσθαι Th.4.19: hence,    b c. acc. pers., reconcile, πρὸς ἔμ' αὑτὸν διαλύειν ἠξίου D.21.122, cf. 41.14; δ. τινὰς ἐκ διαφορᾶς Plb.1.87.4; οὐ γὰρ ἦν ὁ διαλύσων οὔτε λόγος οὔτε ὅρκος Th.3.83; esp. in legal proceedings, PHamb.25.5 (iii B.C.), etc.:—Pass. and Med., c. gen. rei, διαλύεσθαι νείκους to be parted from quarrel, i.e. be reconciled, E.Or.1679 (v.l. νείκας); so διαλυθείσης τῆς διαφορᾶς prob. in D.S.14.110: also abs., to be reconciled, make up a quarrel, X.HG7.4.25, cf. Test. ap. Aeschin. 1.66, Thphr.Char.12.14; πρός τινας D.38.24; περί τινος Lys.4.1: in fut. Med., ὅπως . . μὴ διαλύσει D.21.216.    5 generally, put an end to, do away with, χρήμασι τὴν διαβολήν Th.1.131; πάσας αὐτοῦ διαλύσω τὰς ἀπολογίας d.27.58; τὸν ἐχόμενον φόβον δ. τῶν Ἑλλήνων Pl. Mx.241b:—so in Med., ἐγκλήματα δ. Th.1.140; δ. περὶ τῶν ἐγκλημάτων ib.145; διαβολάς Isoc.11.37, 15.16; τι τῶν κατηγορημένων Id.12.218; δ. ἃ ἐψηφίσασθε cancel your vote, Lys.18.15; διαλύσασθαι τὰ πρὸς ἀλλήλους settle mutual claims, Isoc.4.40.    6 solve a difficulty, Pl.Sph.252d; τὴν ἀπορίαν Arist.Metaph.1062b31:—Med., διαλύσεσθαι σόφισμα S.E.P.2.238.    7 δ.τὰς τιμάς pay the full value, D.29.7; pay, discharge, τὴν δαπάνην Hdt.5.30; χρήματα D.20.12; τὰ συμβόλαια Arist.Pol.1276a11; χρέος τινί Plb.31.27.4; πάντα διελέλυτο D.28.2: also c. acc. pers., δ. τὸν ναύκληρον satisfy him, i.e. pay him off, D. 49.29, cf. 34.40, 36.50:—Med., order debts to be paid, διαλέλυμαι ταῦτα Arr.An.7.10.3; but also, to have them paid to oneself, D.Chr. 46.6.    II relax, weaken, τὸ σῶμα Hp.Aph.3.17; esp. of the result of hunger, διαλύεσθαι τῷ λιμῷ UPZ11.27 (ii B.C.), cf. 42.9 (also in Act. intr., ὑπὸ τῆς λιμοῦ δ. ib.122.23 (ii B.C.)); make supple and pliant, Ar.Pax85:—Pass., δ. καὶ ἀδυνατεῖν Arist.HA585a33; ἀνάπλους διαλελυμένος a sailing out in loose order, Plb.16.2.6; διαλελυμένη λέξις a lax style, D.H.Lys.9.    2 abs., slacken one's hold, undo, Theoc.24.32.

German (Pape)

[Seite 588] (s. λύω 1) auflösen in seine Theile, ἐξ ἑνὸς εἰς πολλά, Plat. Tim. 68 d; dah. – a) = trennen, νὺξ διέλυσε τοὺς ἀγωνιζομένους Her. 8, 11; τὸν πόλεμον, Thuc. 8, 46; τὰς ἔχθρας, 4, 19; ἔχθραν, διαφοράν, beilegen, schlichten; auch im med., unter einander aufgeben, Isocr. 4, 15. 12, 160; ταραχήν , Pol. 5, 15, 5 u. öfter; μάχας, Hdn. 4, 15, 10; dah. τινὰ πρός τινα, aussohnen, Dem. 21, 122; Pol. 5, 68, 7; διαλύσασθαι πρός τινα, sich mit Einem aussöhnen, Dem. 30, 22. 38, 24 u. Sp., wie Plut. Syll. 13; auch pass. so, Pol. 4, 9, 5; ἐν φίλοις διαλύσασθαι περί τινος, sich freundschaftlich über etwas verständigen, Isocr. Auch ξενίην, aufheben, Her. 4, 154; σπονδάς, Thuc. 5, 1, 36; τὴν φιλίαν πρὸς αὐτοὺς διελύσατο Plut. reip. ger. praec. 13, vgl. Arist. Nic. 9, 3. – b) eine Versammlung auseinander gehen lassen, τὸν ξύλλογον, τὸ ναυτικόν, Thuc. 2, 12. 93; τὰς δυνάμεις, Pol. 3, 99; συνουσίαν, aufheben, beendigen, Plat. Lys. 223 b. Auch med., Gorg. 457 c; τὴν πανήγυριν, Xen. Cyr. 6, 1, 7; τὸ συμπόσιον, Plut. sept. sap. conv. E. – Pass., auseinander-, weggehen, διαλύεσθαι ἐκ τοῦ συλλόγου, Her. 3, 73; ἐκ τοῦ συνεδρίου διαλυθέντες 8, 56; ἀπ' ἀλλήλοιν, Plat. Gorg. 524 b; ohne Zusatz, ἔμελλε διαλύσεσθαι Thuc. 2, 12; Pol. braucht so auch das act., διέλυσαν εἰς τὰς ἰδίας ἕκαστοι πόλεις 23, 9, 14. – c) übh. = auflösen, καὶ ἀπόλλυσι Plat. Rep. X, 609 c; Ggstz βεβαιόω, Lys. 18, 15; διαλυομένου δὲ ἀνθρώπου Xen. Cyr. 8, 7, 3, wie wir: aufgelös't werden, sterben, vgl. Ath. IX, 401 e; τὰς οἰκήσεις, zerstören, Pol. 4, 65. – d) widerlegen, ἐγκλήματα, Thuc. 1, 140; διαβολήν, 1, 131; Plat. Soph. 252 d; τοὺς λόγους τῶν κατηγορούντων, Isocr. 6. 33; auch περὶ τῶν ἐγκλημάτων, Thuc. 1, 145; dah. pass., διαλύεσθαι τῆς τιμωρίας, sich der Strafe entziehen, D. Sic. Aehnl. νείκους, sich vom Streite losmachen, ihn aufgeben, Eur. Or. 1679. – 2) eine Schuld abzahlen, τὸ χρέος, Pol. 32, 13, 4; τὴν φέρνην, 32, 8, 4, u. öfter; übh. = bezahlen, τὴν δαπάνην, die Kosten bestreiten, Her. 5, 30; χρήματα, Dem. 20, 13; τὰς τιμάς, 29, 7; πάντα διαλύσας, nachdem er alles berichtigt hatte, 36, 3, u. öfter; auch τὸν ναύκληρον, durch Bezahlen zufrieden stellen, 49, 29. Dah. med., sich bezahlen lassen, Sp. – 3) eine Spannung aufheben, abspannen, Ar. Pax 85; σώματα, Hippocr. – 4) λέξις διαλελυμένη, concise, kurze Ausdrucksweise, D. Hal. Iud. Lys. 9.