δροσόεις

From LSJ
Revision as of 11:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δροσόεις Medium diacritics: δροσόεις Low diacritics: δροσόεις Capitals: ΔΡΟΣΟΕΙΣ
Transliteration A: drosóeis Transliteration B: drosoeis Transliteration C: drosoeis Beta Code: droso/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, dewy, Sapph.Supp.24.12, etc.; πεδία A.R. 1.1282, cf. Coluth.343; shedding dew, Σελήνη Nonn.D.40.376; fresh, λουτρά E.Tr.833; χείλεα AP5.269 (Paul. Sil.).

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
1 cubierto de rocío δροσόεντας ὄχθοις ἴδην contemplar las riberas cubiertas de rocío Sapph.95.12, cf. 71.8, Simon.14.52.5, τὰ ῥόδα Theoc.Ep.1.1, πεδίον Colluth.343, Triph.154, νέφεα Orac.Sib.1.15, κάμπη Nic.Th.88, καρπός Nonn.D.3.141, fig. χείλεα ... δροσόεντα AP 5.270.7 (Paul.Sil.)
fresco τὰ ... σὰ δροσόεντα λουτρά E.Tr.833.
2 que produce rocío, que cubre de rocío Σιμόεις Triph.316, Σελήνη Nonn.D.40.376.

German (Pape)

[Seite 668] εσσα, εν, = δροσερός; λουτρά, Eur. Tr. 833; πεδία, Ap. Rh. 1, 1282; ῥόδα, Theocr. ep. 1, 1; auch übertr., χείλεα, zart, Paul. Sil. 17 (V, 270).

Greek (Liddell-Scott)

δροσόεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ δροσερός, Εὐρ. Τρῳ. 833, κτλ.

Greek Monolingual

δροσόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. δροσερός, γεμάτος δροσιά
2. αυτός που σκορπίζει δροσιά
3. τρυφερός, απαλός, μαλακός.

Greek Monotonic

δροσόεις: -εσσα, -εν, = δροσερός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δροσόεις: όεσσα, όεν
1) полный воды (λουτρά Eur.);
2) росистый, покрытый росой (ῥόδα Theocr.);
3) сочный, нежный (χείλεα Anth.).