δραματικός

From LSJ
Revision as of 11:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾱμᾰτικός Medium diacritics: δραματικός Low diacritics: δραματικός Capitals: ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dramatikós Transliteration B: dramatikos Transliteration C: dramatikos Beta Code: dramatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, dramatic, μιμήσεις Arist.Po.1448b35; μῦθοι ib.1459a19; δ. ἀτοπία such as is found in plays, D.H.1.84. Adv. -κῶς Ammon. in Cat.14.15, Eust.6.11.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1dramático, δεῖ τοὺς μύθους καθάπερ ἐν ταῖς τραγῳδίαις συνιστάναι δραματικούς Arist.Po.1459a19, πλοκή Plu.2.973e, δραματικὴ περιπέτεια argumento de un drama Hero Def.138.8
esp. como dialogístico (Ὅμηρος) μιμήσεις δραματικὰς ἐποίησεν Arist.Po.1448b35, τοὺς διαλόγους ... τοὺς μὲν δραματικούς, τοὺς δὲ διηγηματικούς, τοὺς δὲ μεικτούς de los diálogos platónicos, D.L.3.50, ἀποστρέψας τοῦ διηγήματος τὸν διάλογον ἐπὶ τὸ δραματικόν D.H.Th.38.1, cf. 37.2, Plu.2.711c, Him.10.1, Sch.Er.Il.2.494-877.
2 peyor. fantástico, fingido, inventado ὡς δραματικῆς μεστὸν ἀτοπίας διασύρουσιν D.H.1.84
compar. c. sent. intens., Philostr.VA 5.16
descomedido, exagerado τῶν πραγμάτων τὰ δραματικὰ καὶ πανηγυρικά Plu.2.42a.
II adv. -ῶς dramáticamente, en forma dialógica Ast.Am.Hom.1.12.1, Ammon.in Cat.4.15.

German (Pape)

[Seite 665] dramatisch, zum Drama gehörig; μιμήσεις Arist. poet. 4, 13, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾱμᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς δρᾶμα, μιμήσεις Ἀριστ. Ποιητ. 4, 12· μῦθοι αὐτόθι 23, 1· δ. ἀτοπία, οἵα εὑρίσκεται εἰς δράματα, Διον. Ἁλ. 1. 84. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Βασίλ. 1, 935, Εὐστ. 6. 11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dramatique, théâtral.
Étymologie: δρᾶμα.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δραματικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δράμα
νεοελλ.
1. εντυπωσιακός, με αιφνιδιαστικές αλλαγές και δημιουργία κρίσιμων καταστάσεων («δραματικά γεγονότα», «δραματικές επιπτώσεις» κ.λπ.)
2. αυτός που πάλλεται από συγκίνηση («δραματικό ύφος»)
3. ο υπερβολικά επιτηδευμένος, αυτός που αποβλέπει στη δημιουργία εντυπώσεων, ο θεατρινίστικος.

Russian (Dvoretsky)

δρᾰμᾰτικός: драматический, сценический (μιμήσεις Arst.; πράγματα Plut.).