δυσπονής

From LSJ
Revision as of 11:32, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπονής Medium diacritics: δυσπονής Low diacritics: δυσπονής Capitals: ΔΥΣΠΟΝΗΣ
Transliteration A: dysponḗs Transliteration B: dysponēs Transliteration C: dysponis Beta Code: dusponh/s

English (LSJ)

ές, toilsome, δυσπονέος καμάτοιο Od.5.493. Adv. -έως Max.194.

Spanish (DGE)

-ές
1 penoso, fatigoso κάματος Od.5.493.
2 adv. -έως penosamente, con esfuerzo δ. γάρ μιν Παιήονος ἔργα σαώσοι Max.194.

German (Pape)

[Seite 687] ές, Homer einmal, Odyss. 5, 493 ἵνα μιν παύσειε τάχιστα δυσπονέος καμάτοιο, die durchschwere Arbeitbewirkte Ermüdung, s. s. v. v. πόνος, πονέω, πένομαι. Bei Plutarch. Vit. et poes. Hom. B cap. 207 wird die Stelle Odyss. 5, 493 so angeführt; ἵνα μιν παύσειε τάχιστα δυσπραγέος καμάτοιο, wobei -γέος mit Synizese zu lesen.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπονής: -ές, κοπώδης, ἐπίπονος, δυσπονέος καμάτοιο Ὀδ. Ε. 493.- Ἐπίρρ. -έως, Μάξ. π. κ. 194.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. δύσπονος.

Greek Monolingual

δυσπονής, -ές (AM)
κοπιαστικός, επίπονος.

Greek Monotonic

δυσπονής: -ές (πονέω), κοπιώδης, επίμονος, αυτός που απαιτεί μόχθο, κοπιαστικός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπονής: вызванный тяжелой работой (κάματος Hom.).

Middle Liddell

δυσ-πονής, ές πονέω
toilsome, Od.