ζαλάω
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
in Ep. part. ζαλόωσα… χάλαζα driving hail, Nic.Th.252.
German (Pape)
[Seite 1136] nur ζαλόωσα, χάλαζα, stürmend, Nic. Th. 251.
Greek (Liddell-Scott)
ζᾰλάω: ζάλην προξενῶ, ἐγείρω θύελλαν, Νικ. Θ. 252, ἐν τῇ ἐπ. μετοχ. ζαλοώσα (χάλαζα).
Greek Monolingual
ζαλάω (Α) ζάλη
(συν. στη μτχ.) επιφέρω ζάλη, σηκώνω θύελλα, ξεσπάω σε θύελλα («ζαλόωσα... χάλαζα», Νικ.).