ζυγικός
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ζυγική, ζυγικόν, (ζυγός) of or for a balance, τὰ ζυγικά Nicom.Harm.2.
German (Pape)
[Seite 1140] zur Wage gehörig, Arith. Theolg.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγικός: -ή, -όν, (ζυγὸς) ἀνήκων εἰς ζυγὸν (ζυγαριάν), Θεολ. Ἀριθμ. σ. 29.
Greek Monolingual
ζυγικός, -ή, -όν (Α) ζυγόν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ζυγό, στη ζυγαριά
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ζυγικά
η τέχνη ζυγίσματος τών σωμάτων.