Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Full diacritics: θεοεπής | Medium diacritics: θεοεπής | Low diacritics: θεοεπής | Capitals: ΘΕΟΕΠΗΣ |
Transliteration A: theoepḗs | Transliteration B: theoepēs | Transliteration C: theoepis | Beta Code: qeoeph/s |
θεοεπές, (ἔπος) = θεσπέσιος, Hsch.
[Seite 1195] von Gott gesagt, Hesych.
θεοεπής: -ές, (ἔπος) = θεσπέσιος, Ἡσύχ.
θεοεπής, -ές (Α)
θεσπέσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -επής (< έπος), πρβλ. α-μετρο-επής, καλλι-επής].