κάλλιπε
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
Ep. for κατέλιπε, inf. καλλιπέειν, v. καταλείπω.
German (Pape)
[Seite 1310] d. i κατέλιπε.
Greek (Liddell-Scott)
κάλλῐπε: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ κατέλιπε, ἀπαρ. καλλιπέειν, ἴδε καταλείπω.
English (Autenrieth)
see καταλείπω.
Greek Monotonic
κάλλῐπε: Επικ. αντί κατέλιπε, γʹ ενικ. αορ. βʹ του καταλείπω· καλλιπέειν, Επικ. απαρ.