καλαμητόμος
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ον, cutting stalks, reaping, ἅρπη A.R.4.987.
German (Pape)
[Seite 1306] Halme abschneidend, mähend, An. Rh. 4, 986.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coupe le chaume, qui moissonne.
Étymologie: καλάμη, τέμνω.
Greek Monolingual
καλαμητόμος, -ον (Α)
αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι του σταριού, θεριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμη + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμητόμος, υλοτόμος.