καλλιούργημα
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
-ατος, τό, work of art, Jul.Ep.205 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1310] τό, das schöne Werk, Iulian. ep.
Greek Monolingual
καλλιούργημα, τὸ (Α) καλλιουργώ
έργο τέχνης, καλλιτέχνημα.