κατήγωρ
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English (LSJ)
ὁ, = κατήγορος, PMag.Lond.124.25, v.l. in Apoc.12.10.
Greek Monolingual
κατήγωρ ὁ (Α)
κατήγορος («ὅτι ἐβλήθη ὁ κατήγωρ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής αθέματος τ. του κατήγορος, που σχηματίστηκε την εποχή της μεταφράσεως τών Εβδομήκοντα (3ος π.Χ. αιώνας)].
Chinese
原文音譯:kat»goroj 卡特-誒哥羅士
詞類次數:名詞(7)
原文字根:向下-買(者) 相當於: (רִיב / רִיבָה)
字義溯源:會議中反對某人,控告者,不忠者,告的人,原告;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=對抗)與(ἀγορά)=市區廣場)組成,而 (ἀγορά)出自(ἄγω)X*=聚集)。參讀編號 (κατηγορέω)
出現次數:總共(7);約(1);徒(5);啓(1)
譯字彙編:
1) 控告者(6) 約8:10; 徒23:30; 徒23:35; 徒24:8; 徒25:18; 啓12:10;
2) 原告(1) 徒25:16
French (New Testament)
ήγορος (ὁ) accusateur
κατηγορέω