καταυχένιος

From LSJ
Revision as of 13:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταυχένιος Medium diacritics: καταυχένιος Low diacritics: καταυχένιος Capitals: ΚΑΤΑΥΧΕΝΙΟΣ
Transliteration A: katauchénios Transliteration B: katauchenios Transliteration C: katafchenios Beta Code: katauxe/nios

English (LSJ)

ον, on or over the neck, πλόκαμοι AP5.72 (Rufin.).

Russian (Dvoretsky)

καταυχένιος: ниспадающий на шею, закрывающий шею (πλόκαμοι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

καταυχένιος: -α, -ον, ἐπὶ τοῦ αὐχένος ἢ τραχήλου, πλόκαμοι κ., οἱ ἐπὶ τοῦ αὐχένος πίπτοντες ἢ κρεμάμενοι, Ἀνθ. Π. 5. 73.

Greek Monolingual

-ια, -ιο (Α καταυχένιος, -ον, θηλ. και -ενία)
αυτός που εκτείνεται πάνω στον αυχένα ή καταφέρεται κατά του αυχένα (α. «καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους», Ανθ.Παλ.
β. «καταυχενίοις [ή -ίαις] πληγαῑς», Μ. ΑΘαν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το καταυχένιο
κομμάτι υφάσματος που κρέμεται από το πίσω τμήμα στρατιωτικού πηληκίου και καλύπτει τον αυχένα προφυλάσσοντάς τον από τον ήλιο ή τη βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αυχένιος (< αὐχένιος < αὐχήν, αὐχένος), πρβλ. επαυχένιος, περιαυχένιος)].