κνηκοειδής
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
English (LSJ)
κνηκοειδές, like κνῆκος, Hsch.s.v. κνηκίς.
German (Pape)
[Seite 1460] ές, safflorähnlich, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κνηκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κνῆκον, Ἡσύχ. ἐν λ. κνηκίς.
Greek Monolingual
κνηκοειδής, -ες (Α)
αυτός που μοιάζει με κνήκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + -ειδής (< εἶδος)].