κομβόω
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
bind up, fasten, Gloss.:—Med., gird oneself, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κομβόω: «κουμπώνω», Γλωσσ.· κ. τὸ σῶμα Ἐκκλ. ― Μέσ. «κουμπώνομαι». ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κουμβώσασθαι· στολίσασθαι»· πρβλ. ἐγκομβύομαι. ΙΙ. παγιδεύω, ἐξαπατῶ, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
nouer.
Étymologie: κόμβος.