κοπίδερμος

From LSJ
Revision as of 12:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπίδερμος Medium diacritics: κοπίδερμος Low diacritics: κοπίδερμος Capitals: ΚΟΠΙΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: kopídermos Transliteration B: kopidermos Transliteration C: kopidermos Beta Code: kopi/dermos

English (LSJ)

ὁ, = μαστιγίας, Glossaria.

Greek Monolingual

κοπίδερμος, -ον (ΑM)
μσν.
(για δούλο) αυτός που έχει υποστεί περιτομή
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ό κοπίδερμος
άτομο άξιο μαστιγώματος, δούλος, μαστιγίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπίς + δέρμα].