ὑπάρχω

From LSJ
Revision as of 19:31, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπάρχω Medium diacritics: ὑπάρχω Low diacritics: υπάρχω Capitals: ΥΠΑΡΧΩ
Transliteration A: hypárchō Transliteration B: hyparchō Transliteration C: yparcho Beta Code: u(pa/rxw

English (LSJ)

fut.

   A -ξω Hdt.6.109, S.Ant.932 (anap.): aor. ὑπῆρξα (v. infr. 1):—Pass., fut. ὑπαρχθήσομαι PTeb.418.7 (iii A. D.): pf. ὕπηργμαι, Ion. -αργμαι Hdt.7.11:—begin, take the initiative:—Constr.:    1 abs., Od.24.286, E.Ph.1223; ὑπάρχων ἠδίκεις αὐτούς Isoc.16.44; ὁ ὑπάρξας the beginner (in a quarrel), D.59.15, cf. 1; ἀμύνεσθαι τοὺς ὑπάρξαντας Lys.24.18; ἀμυνομένους, μὴ ὑπάρχοντας Pl.Grg.456e; ὡς οὐχ ὑπάρχων ἀλλὰ τιμωρούμενος Men.358:—Med., Pl.Ti.41c, Ael. NA12.41, etc.    2 c. gen., take the initiative in, begin, ἀδίκων ἔργων, ἀδικίης, Hdt.1.5, 4.1, cf. Th.2.74, etc.; ὑ. τῆς ἐλευθερίας τῇ Ἑλλάδι And.1.142, cf. Pl.Mx.237b.    3 c. part., take the initiative in doing, ἐμὲ ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες Hdt.7.8.β, cf. 6.133, 9.78; ὑπάρχει εὖ (or κακῶς) ποιῶν τινα X.An.2.3.23, 5.5.9; τοῖς αὐτοῖς ἀμύνεσθαι οἷσπερ καὶ οἱ Λκεδαιμόνιοι ὑπῆρξαν retaliating by the means which the L. had used first, Th.2.67 (where οἷσπερ is expld. by the following ἀποκτείναντες and ἐσβαλόντες).    b in Med. c. inf., Ael.NA14.11: c. gen., βαδίσεως -ονται ib.4.34; ἡλίου -ομένου τῆς ἀκμῆς ib.1.20.    4 c. acc., ὑ. εὐεργεσίας εἴς τινα or τινι take the initiative in [doing] kindnesses to one, D.19.280, Aeschin.2.26; ὑ. τοῦτο (sc. τὸ εὐνοεῖν) Men.927:—Pass., ὑπηρεσίαι ὑπηργμέναι εἰς Φίλιππον αὑτῷ Aeschin. 2.109; τὰ παρὰ τῶν θεῶν ὑπηργμένα D.1.10; τὰ ἔκ τινος ὑπαργμένα (Ion. for ὑπηργ-) Hdt.7.11; ὑπηργμένων πολλῶν κἀγαθῶν Ar. Lys.1159; οὐδέν μοι ὑπῆρκτο εἰς αὐτόν Antipho 5.58; ἀνάξια τῶν εἰς ὑμᾶς ὑπηργμένων Lys.21.25; ἄξιον τῶν ὑ. equivalent to what was done for him, Arist.EN1163b21: impers., ὑπῆρκτο αὐτοῦ (sc. τοῦ Πειραιέως) a beginning of it had been made, Th.1.93.    B in Act. only, to be the begining, παιδοβόροι μὲν πρῶτον ὑπῆρξαν μόχθοι τάλανες A.Ch.1068 (anap.); πολλῶν κακῶν, μεγάλων ἀχέων, E.Ph.1582 (v. l.), Andr.274 (lyr.), cf. HF1169.    2 to be already in existence, πημονῆς δ' ἅλις γ' ὑπάρχει A.Ag.1656 (troch.); φοίνισσα δὲ Θρηϊκίων ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν was already there, Pi.P.4.205; αὗται αἱ νέες τοῖσι Ἀθηναίοισι ὑπῆρχον already existed, opp. to those they were about to build, Hdt.7.144; εἰ τοίνυν σφι χώρη γε μηδεμία ὑπῆρχε if they had no country originally existing, Id.2.15; χωρὶς δὲ τούτων οἱ χίλιοι ὑπῆρχον the original thousand existed, X.Cyr.1.5.5; ἔδει πρῶτον μὲν ὑπάρχειν πάντων ἰσηγορίαν Eup.291 (lyr.); ὑπαρχούσης μὲν τιμῆς, παρούσης δὲ δυνάμεως X.Ages.8.1; τοῦτο δεῖ προσεῖναι, τὰ δ' ἄλλ' ὑπάρχει D.3.15, cf. 8.53; ταὐτὰ ὑ. αὐτῷ ἅπερ ἐμοί Antipho 5.60, cf. Lys.12.23; ὑμῖν . . ἐλευθερίαν τε ὑπάρχειν καὶ Λακεδαιμονίων ξυμμάχοις κεκλῆσθαι there is in store for you... Th.5.9: c. gen., οἶκος δ' ὑ. τῶνδε . . ἔχειν there is store of these things for us to have, A.Ag.961 (s. v. l., οἴκοις Pors.): freq. in part., ἡ ὑπάρχουσα οὐσία the existing property, Isoc.1.28; τὰ ὑ. ἁμαρτήματα Th.2.92; τῆς ὑ. τιμῆς for the current price, Syngr. ap. D.35.12; οἱ ὑ. πολῖται the existing citizens, Id.18.295; τῆς φύσεως ὑ. nature being what it is, X.Cyr.6.4.4; also κρησφύγετόν τι ὑπάρχον εἶναι that there should be a refuge ready prepared, Hdt.5.124.    3 exist really, opp. φαίνομαι, Arist.Cael.297b22, Metaph. 1046b10; ἀθεώρητοι τῶν ὑπαρχόντων Id.GC316a9; καταληπτικὴ φαντασία ἡ ἀπὸ τοῦ ὑπάρχοντος Stoic.2.25.    4 simply, be, τοῖσιν ἄγουσιν κλαύμαθ' ὑπάρξει S.Ant.932 (anap.); ὅθεν εὐμάρει' ὑπάρχοι πόρου Id.Ph.704 (lyr.): and with a predicate, θησαυρὸς ἄν σοι παῖς ὑπῆρχ' οὑμός E.Hec.1229; τὸ χωρίον καρτερὸν ὑ. Th.4.4; φύσεως ἀγαθῆς ὑπάρξαι to be of a good natural disposition, X.Oec.21.11; κἂν σοφὸς ὑπάρχῃ Philem.102; μέγα ὑ. τοῖς τοιούτοις λόγοις ις of great advantage to them, D.3.19; πολλῶν ὑπάρξει κῦρος ἡμέρα καλῶν, = κυρώσει πολλὰ καλά, S.El.919.    b τὰ ὑπάρχοντα, much like τὰ ὑπηργμένα (A. 4 Pass.), a man's record, ἀνάξιον τῶν ὑ. τῇ πόλει καὶ πεπραγμένων τοῖς προγόνοις D.8.49; τὰ κάλλιστα τῶν ὑ. your past record, Id.18.95; ἡ ὑπάρχουσα αἰσχύνη the disgrace which has been incurred, Id.19.217; τὰ ὑπάρχοντα [αὑτῷ] ἐγκλήματα Aeschin.1.179.    5 sts. with a part., much like [[τυγχάνω, τοιαῦτα [αὐτῷ] ὑπῆρχε ἐὀντα]] Hdt.1.192; ἐχθρὸς ὑ. ὤν D.21.38; ὑ. δύναμιν κεκτημένοι Id.3.7, cf. 15.1.    6 προγόνων ὑ. τῶν ἐξ Ἰλίου to be the descendant of... D.H.2.65.    II like ὑπόκειμαι 11.2, to be laid down, to be taken for granted, Pl.Smp. 198d; τούτου ὑπάρχοντος, τούτων ὑπαρχόντων, this being granted, Id.Ti.30c, 29b; θέντες ὡς ὑπάρχον Id.R.458a.    III belong to, fall to one, accrue, ὑπάρξει τοι . . τὰ ἐναντία you will have, Hdt.6.109, etc.; τὸ μισεῖσθαι πᾶσιν ὑ. Th.2.64; τὴν ὑπάρχουσαν ἀπ' ἀλλήλων ἀμφοτέροις [σωτηρίαν] Id.6.86; ἡ ὑπάρχουσα φύσις your proper nature, its normal condition, Id.2.45; τῇ τέχνῃ ὑπάρχειν διδούς assigning as a property of art, Pl.Phlb.58c, cf. Tht.150b, 150c.    2 of persons, ὑ. τινί to be devoted to one, X.An.1.1.4, HG7.5.5, D.19.54, etc.; καθ' ὑμῶν ὑπάρξων ἐκείνῳ he will be on his side against you, ib.118, cf. 2.14.    b ἐν παντὶ . . πᾶς χωρίῳ, καὶ ᾧ μὴ ὑπάρχομεν every one in every place, even outside our sphere of influence (lit. to which we do not belong), Th.6.87.    3 in the Logic of Arist. ὑπάρχειν denotes the subsistence of qualities in a subject, Metaph.1025a14; ὑ. τινί, = κατηγορεῖσθαί τινος, APr.25a13, al.; ὑ. κατά τινος ib.24a27, Int.16b13; ἐπί τινος ib.16a32; ὑ. τινὶ ζῴῳ πεζῷ δίποδι εἶναι Top.109a14; ὑπάρξει τι [τῷ πρώτῳ] it will have predicates, Plot.5.6.2; ἡ γένεσις τῷ χρόνῳ . . ὑπάρχει Dam.Pr.142.    IV freq. in neut. pl. part., τὰ ὑπάρχοντα,    1 in signf. 1, existing circumstances, present advantages, Democr. 191, D.2.2; ἀπὸ τῶν αἰεὶ ὑ. σφαλέντες Th.4.18, cf. 6.33; πρὸς τὰ ὑ. ib.31; ἐκ τῶν ὑ. under the circumstances, according to one's means, X. An.6.4.9, Arist.Pol.1288b33; ὡς ἐκ τῶν ὑ. Th.7.76, 8.1.    2 in signf. 111, possessions, resources, Id.1.70,144, etc.; τὰ ἑκατέροις ὑ. ib.141; κινδυνεύειν περὶ τῶν ὑ. Isoc.3.57: as a Subst., τὰ ὑ. αὐτοῦ Ev.Matt. 24.47, cf. LXXGe.12.5; ὑποθέμενος τὰ ὑ. καὶ ὑπάρξοντα present and future resources, POxy.125.22 (vi A.D.), etc.    3 Math., ὑπάρχοντα εἴδη positive terms, Dioph.1Def.10.    V impers., ὑπάρχει the fact is that... c. acc. et inf., ὑ. γάρ σε μὴ γνῶναί τινα S.El.1340; ὡς ὑ. τοῦ ἔχειν . . as the case stands with regard to having, Arist.HA516b25; περὶ τοὺς μαστοὺς ὑπεναντίως ὑ. ib.500a14.    2 it is allowed, it is possible, c. dat. et inf., ὑ. ἡμῖν ἐπικρατεῖν Th.7.63, cf. And.2.19, etc.; ὑ. αὐτῇ εὐδαίμονι εἶναι Pl.Phd.81a, cf. Prt.345a, Phdr.240b, etc.: also without a dat., οὐχ ὑ. εἰδέναι Th.1.82; ὑ. τὴν αὐτὴν εἶναι μητέρα Is.7.25, etc.: abs., ὥσπερ ὑπῆρχε as well as was possible, Th.3.109.    3 in neut. part., ὑπάρχον ὑμῖν πολεμεῖν since it is allowed you to... Th. 1.124, cf. Pl.Smp.217a.    C to be ὕπαρχος or subordinate colleague, D.C.36.36; τῷ . . Ἀντωνίνῳ Id.71.34.    II dub. in the sense of ἄρχω, rule; for Th.6.87, where the Sch. is in error, v. supr. B.111.2b; in Arist.Pol.1291b32 ὑπερέχειν is prob. l.

German (Pape)

[Seite 1183] 1) anfangen, beginnen, ὅστις ὑπάρξῃ Od. 24, 286; gew. τινός, den Anfang womit machen, den Anlaß wozu geben, ἀδίκων ἔργων, ἀδικίης, Her. 1, 5. 4, 1. 7, 9; κακῶν, Eur. Phoen. 1576 Andr. 273 Herc. fur. 1169; ὑπῆρξαν τῆς ἐλευθερίας τῇ Ἑλλάδι Andoc. 142; τῆς ἔχθρας Dem. 59, 1; βίας Plut. Thes. 33; c. accus., εὐεργεσίας τινί Aesch. 2, 26; εἴς τινα, Dem. 19, 280; auch ohne Zusatz, Streit, Händel anfangen, οὐδέν μοι ὑπῆρκτο εἰς αὐτόν Antiph. 5, 58; οὐκ ὑπάρχων, ἀλλὰ τιμωρούμενος Dem. 59, 1; ἀμύνεσθαι καὶ μὴ προτέρους ὑπάρχειν Isocr. 9, 28; – c. partic., ἐμὲ ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες, sie thaten mir zuerst Unrecht, Her. 7, 8, 2; ὑπάρχει ἀτάσθαλα ποιέων ἐς τοὺς Ἕλληνας 9, 78; ὑπάρχει εὖ od. κακῶς ποιῶν τινα, er thut Einem zuerst Gutes, fügt Einem zuerst Schaden zu, Xen. An. 2, 3, 23. 5, 5, 9; μήτε ὑπάρχων, μήτε ἀμυνόμενος Plat. Legg. IX, 879 d; eben so Gorg. 456 e; – auch umgekehrt, ὑπάρχων ἠδίκεις αὐτόν, Isocr. 16, 44 u. A. – Bei Sp. auch med., ὑπαρχομένου τοῦ ἦρος, im Beginne des Frühlings, Ael., wie auch Plat. σπείρας καὶ ὑπαρξάμενος ἐγὼ παραδώσω vrbdt, Tim. 41 c. – Pass., τὰ ἔκ τινος ὑπαργμένα (ion. = ὑπηργμένα), das von Einem Angefangene, Her. 7, 11; ἀμνηστία τῶν ὑπηργμένων Strab. 2, 7, 1; s. auch 2 a. – 2) intrans., vorhanden, dasein, zu Jemandes Dienst oder Gebrauch bereit sein; Pind. ἀγέλα ὑπᾶρχεν P. 4, 205; πημονῆς δ' ἅλις γ' ὑπάρχει Aesch. Ag. 1641; Ch. 1064; Soph. Phil. 697; τοῖσιν ἄγουσιν κλαύμαθ' ὑπάρξει Ant. 923; θησαυρὸς ἄν σοι παῖς ὑπῆρχ' οὑμὸς μέγας Eur. Hec. 1229; u. in Prosa: τὸ πλέον τοῦ χωρίου αὐτὸ καρτερὸν ὑπῆρχε καὶ οὐδὲν ἔδει τείχους Thuc. 4, 4; ὑπῆρχε ἄρχουσι θεραπεύεσθαι ὑπὸ τῶν ἀρχομένων Xen. Cyr. 3, 1, 20; ἅτε καὶ τῆς φύσεως ὑπαρχούσης 6, 44, 4; δεσμὸς ὑπαρχέτω πᾶσι Plat. Legg. X, 908 a, u. öfter; οἱ ὑπάρχοντες im Gegensatz von οἱ προγενόμενοι Pol. 10, 17, 12; Dem. 3, 15 setzt gegenüber τοῦτ' οὖν δεῖ προσεῖναι, τὰ δ' ἄλλα ὑπάρχει. – Bes. al Einem günstig, gewogen sein, ihm wohlwollen; Xen. An. 1, 1, 4, vgl. Hell. 7, 5, 5; Dem. 18, 174. 19, 118; auch von Sachen, Einem zu Gute kommen, zu Theil werden, ἡ σωτηρία τοῖς Ἕλλησιν ἐκ θαλάττης ὑπῆρξε Plut. Them. 4; Dem. 1, 10 braucht so auch das pass., τὰ παρὰ τῶν θεῶν ὑπηργμένα, wie sonst τὰ ὑπάρχοντα = καιρός, 2, 2; vgl. Ar. Lys. 1159. – b) Einem zu Gebote stehen, erlaubt, möglich sein; ὑπάρχει τόδ' ἐν τῇ σῇ χθονὶ εἰπεῖν Eur. Heracl. 182; ὑπάρχον εἶναι Her. 5, 124; ὑπάρχον absolut, wie ἐξόν, da die Möglichkeit od. Gelegenheit da war, ὡς ὑπάρχον μοι χαρισαμένῳ Σωκράτει πάντ' ἀκοῦσαι Plat. Conv. 217 a; vgl. τοὺς νεκροὺς διὰ τάχους ἔθαπτον, ὥςπερ ὑπῆρχε, wie es anging, Thuc. 3, 109. – c) zu Grunde liegen, die Grundlage bilden; τοῦτο ὑπαρκτέον, dieses muß zu Grunde gelegt werden, Plat. Rep. V, 467 c; τοῦτο ὑπάρχειν δεῖν Conv. 198 d; τούτων ὑπαρχόντων, wenn dieses so ist, Tim. 29 a u. öfter. – d) impers., ὑπάρχει μοι, mir steht zu Gebote, wird zu Theil, ich besitze, habe; oft bei Plat., ᾡ πρῶτον μὲν ὑπάρχει ἰατρῷ εἶναι, ἔπειτα ἀγαθῷ ἰατρῷ Prot. 345 a; οἷ ἀφικομένῃ αὐτῇ ὑπάρχει αὐτῇ εὐδαίμονι εἶναι Phaed. 81 a; τὰ ὑπάρχοντα, der Besitz, die Habe, das Vermögen, Xen. u. sonst oft; auch geistig, die natürlichen Anlagen des Menschen, Plat. u. A.; die Eigenschaften, M. Ant. – 3) = ὕπαρχός εἰμι, Unterfeldherr oder Statthalter sein, gebieten, befehligen, τινός, aber auch τινί, wie τῷ χωρίῳ Thuc. 6, 87.