κορύμβη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, = κόρυμβος ΙΙ, Asius Fr.Ep.13.5 K.
Greek (Liddell-Scott)
κορύμβη: ἡ, πρβλ. κόρυμβος ΙΙ, Ἄσιος παρ’ Ἀθην. 525F.
Greek Monolingual
κορύμβη, ἡ (Α)
κόρυμβος, κότσος της γυναικείας κόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κόρυμδος κατά τα πρωτόκλιτα θηλ. σε -η].
German (Pape)
ἡ, = κόρυμβος 2) bei Ath. XII.525f.