κρωβυλώδης

From LSJ
Revision as of 22:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρωβυλώδης Medium diacritics: κρωβυλώδης Low diacritics: κρωβυλώδης Capitals: ΚΡΩΒΥΛΩΔΗΣ
Transliteration A: krōbylṓdēs Transliteration B: krōbylōdēs Transliteration C: krovylodis Beta Code: krwbulw/dhs

English (LSJ)

ες, like the κρωβύλος, Luc.Lex.13.

German (Pape)

[Seite 1517] ες, dem Vorigen ähnlich, πλοκή Luc. Lexiph. 13.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à un toupet.
Étymologie: κρωβύλος, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

κρωβῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κρώβυλον, Λουκ. Λεξιφ. 13.

Greek Monolingual

κρωβυλώδης, -ῶδες (Α) κρωβύλος
αυτός που μοιάζει με κρωβύλο, με κότσο, με πλεξίδα κόμης («πλακοῦντα ἐξ ἐντέρων κρωβυλώδη τὴν πλοκήν», Λουκιαν.).

Russian (Dvoretsky)

κρωβυλώδης: похожий на чуб (πλοκή Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρωβυλώδης -ες [κρωβύλος] als een haarknot.