κυβισμός

From LSJ
Revision as of 13:08, 25 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβισμός Medium diacritics: κυβισμός Low diacritics: κυβισμός Capitals: ΚΥΒΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kybismós Transliteration B: kybismos Transliteration C: kyvismos Beta Code: kubismo/s

English (LSJ)

ὁ, prop. cubing: making into a solid, Theol.Ar.36.

German (Pape)

[Seite 1523] ὁ, das Erheben einer Zahl in den Kubus, Theolog. arithm.

Greek (Liddell-Scott)

κυβισμός: ὁ, ἡ ἀνύψωσις ἀριθμοῦ εἰς κύβον, τριτοβάθμιον δύναμιν, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 36. 21.

Greek Monolingual

ο (Α κυβισμός) κυβίζω
ανύψωση αριθμού στον κύβο, στην τρίτη δύναμη
νεοελλ.
1. υπολογισμός όγκου σε κυβικά μέτρα
2. καλλιτεχνική τάση που εμφανίστηκε το 1906 και κατά την οποία ο πίνακας ή το γλυπτό αντιμετωπίζονται ως πλαστικά δημιουργήματα άσχετα με την άμεση μίμηση τών σχημάτων της φύσης
3. τεχνολ. (εσφ. όρος) βλ. κυλινδρισμός.