λειπογνώμων

Revision as of 06:24, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, lacking γνώμονες 11.6, οἶς IG22.1357 (iv B.C.), cf. Ister 53, Poll.1.182, Luc.Lex.6, EM4.4, Hscb (Freq. misspelt λιπογνώμων in codd.)

German (Pape)

[Seite 24] ον, eigtl. vom Pferde, das den Kennzahn verloren hat, an dem man sein Alter erkennt, B. A. 49 u. a. VLL., u. übh. von unkenntlichem Alter, auch von Menschen, Luc. Lex. 6.

French (Bailly abrégé)

v. λιπογνώμων.

Greek Monolingual

λειπογνώμων και λιπογνώμων, -ον (Α)
(για ζώα, ιδίως για υποζύγια) αυτός που του λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η ηλικία του, γέρικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ- του λείπω + -γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ολιγογνώμων, ορθογνώμων. Ο τ. λιπογνώμων < θ. λιπ- (πρβλ. ἔλιπ-ον, αόρ. του λείπω) + -γνώμων (βλ. και ετυμολ. λ. λειπανδρία)].