μαιμάσσω

From LSJ
Revision as of 22:41, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαιμάσσω Medium diacritics: μαιμάσσω Low diacritics: μαιμάσσω Capitals: ΜΑΙΜΑΣΣΩ
Transliteration A: maimássō Transliteration B: maimassō Transliteration C: maimasso Beta Code: maima/ssw

English (LSJ)

= μαιμάω, AP9.272 (Bianor); ἐμαίμασσεν ἐκ κοιλίας μητρός LXX Jb.38.8; dub.l., ib.Je.4.19.

French (Bailly abrégé)

c. μαιμάω.

Greek (Liddell-Scott)

μαιμάσσω: τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 9. 272· - μαιμάζω· «μαιμάζει, σφύζει, κλονεῖται πηδᾷ, κυματοῦται, καχλάζει, καταδαπανᾶται, καταναλίσκει» παρὰ Σουΐδ.

Greek Monolingual

μαιμάσσω (AM)
1. μαιμώ
2. προκαλώ τρόμο σε κάποιον, τρομάζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαιμάω που εμφανίζει επίθημα -(ά)σσω (πρβλ. λαιμ-άσσω)].

Greek Monotonic

μαιμάσσω: = το επόμ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μαιμάσσω: быть охваченным сильным желанием, жаждать Anth.

Middle Liddell

μαιμάσσω, = μαιμάω, Anth.]