μετεξανίσταμαι
From LSJ
σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy
English (LSJ)
Pass., move from one place to another, Luc.Symp.13.
French (Bailly abrégé)
déplacer d'un endroit à un autre.
Étymologie: μετά, ἐξανίστημι.
Greek (Liddell-Scott)
μετεξανίσταμαι: Παθ., μεταβαίνω ἀπὸ ἑνὸς τόπου εἰς ἕτερον, Λουκ. Συμπ. 13.
Greek Monotonic
μετεξανίσταμαι: Παθ., μετακινούμαι από ένα μέρος σε άλλο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μετεξανίσταμαι: переходить, уходить (πρὸς τὴν ἀφθονωτέραν νομήν Luc.).