μύρισμα

From LSJ
Revision as of 11:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρισμα Medium diacritics: μύρισμα Low diacritics: μύρισμα Capitals: ΜΥΡΙΣΜΑ
Transliteration A: mýrisma Transliteration B: myrisma Transliteration C: myrisma Beta Code: mu/risma

English (LSJ)

-ατος, τό, ointment, ibid. (pl.), Cat.Cod.Astr.8(1).249 (pl.).

German (Pape)

[Seite 220] τό, die aufgetragene Salbe, Poll. 7, 177.

Greek (Liddell-Scott)

μύρισμα: τό, μύρον, ὡς τὸ μύρωμα, Πολυδ. Ζ΄, 177.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μύρισμα) μυρίζω
(νεοελλ.-μσν.)
1. η ενέργεια του μυρίζω, το να μυρίζει κανείς
2. οσμή, ευωδιά, μυρωδιά
3. αρωματική ουσία, άρωμα, μύρο
μσν.
1. ευωδιαστό άνθος
2. άσχημη μυρωδιά
3. στον πληθ. τὰ μυρίσματα
τα μυρωδικά
(μσν. -αρχ.) αρωματική αλοιφή
αρχ.
επάλειψη με μύρο.