νεφοποίητος
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
ον, made of clouds, Dam.Isid.69.
Greek (Liddell-Scott)
νεφοποίητος: -ον, πεποιημένος ἐκ νεφῶν, Φώτ.
Greek Monolingual
νεφοποίητος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + ποιῶ].