ξηραντικός
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ή, όν, causing to dry up, c.gen., πνεύμονος Hp.Acut. 16,22: abs., ξ. [χυλός] Thphr.CP6.1.3; ξ. δίαιτα Diocl.Fr.141, cf. Arist.Pr.925a34 (Comp.); ξ. δύναμις Dsc.1.13. Adv. -κῶς by drying. Herod.Med. ap. Orib.5.28.23.
German (Pape)
[Seite 279] trocknend, Plut. Qu. Nat. 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui dessèche, qui rend sec.
Étymologie: ξηραίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ξηραντικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα τοῦ ξηραίνειν, τινος Ἱππ. 386. 2., 387· 25· ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 29. 22, 2, Διοσκ. 1. 12, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ξηραντικός, -ή, -όν) ξηραίνω
αυτός που έχει την ικανότητα, τη δύναμη ή την ιδιότητα να ξηραίνει, αποξηραντικός, στεγνωτικός («τὸ γὰρ τῇ γεύσει πικρόν, τῇ δυνάμει ξηραντικόν», Πλούτ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηραντικά
(ενν. μέσα) χημ. ουσίες που προστίθενται σε διάφορα προϊόντα και επιταχύνουν τη διαδικασία ξήρανσής τους στον αέρα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ξηραντικόν
η δυνατότητα ή η ικανότητα για ξήρανση.
επίρρ...
ξηραντικῶς (Α)
με αποξήρανση.
Russian (Dvoretsky)
ξηραντικός: быстро сохнущий или быстро высушивающий (τὸ τῆς θαλάσσης ὕδωρ Plut.).