ξενοθάνατος
From LSJ
τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
English (LSJ)
[θᾰ], ον, dying abroad, Critodem. in Cat.Cod.Astr.8(4).201.
Greek Monolingual
ξενοθάνατος, -ον (Α)
αυτός που πέθανε στην ξενιτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -θάνατος (< θάνατος), πρβλ. κακοθάνατος.