ἐμπικραίνομαι
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
Med. or Pass., to be bitter against, τινί Hdt.5.62, D.C.47.8: abs., Eus.Mynd.54; of disease, become virulent, J.AJ 17.6.5.
Spanish (DGE)
1 de pers. exasperarse, irritarse con c. dat. Ἱππίεω ... ἐμπικραινομένου Ἀθηναίοισι διὰ τὸν Ἱππάρχου θάνατον Hdt.5.62, cf. D.C.47.8.4, abs. γυναικηίως Eus.Mynd.54.
2 de la enfermedad agravarse, agudizarse Ἡρώδῃ ... ἡ νόσος ἐνεπικραίνετο I.AI 17.168.
German (Pape)
[Seite 812] erbittert sein, τινί; auf Jemanden, Her. 5, 62 u. 80., wie D. Cass. 47, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπικραίνομαι: μέσ. ἢ παθ., εἶμαι πικρὸς κατά τινος, ἐμπικραινομένου (τοῦ Ἱππίου) Ἀθηναίοισι διὰ τὸν Ἱππάρχου θάνατον Ἡρόδ. 5. 62, Δίων Κ. 47. 8· ἐπὶ νόσου, χειροτερεύω, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 6, 5.
Greek Monolingual
ἐμπικραίνομαι (AM)
(απολ.) πικραίνομαι, θλίβομαι
αρχ.
1. έχω πικρία ή οργή εναντίον κάποιου
2. (για αρρώστια) επιδεινώνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπικραίνομαι: быть раздраженным, рассерженным (τινι Her.).
Middle Liddell
[ἐν, πικρός
Mid. or Pass. to be bitter against a person, c. dat., Hdt.
Greek Monotonic
(ἐν, πικρός), Μέσ. ή Παθ., πικραίνομαι, οργίζομαι, με δοτ., σε Ηρόδ.