ἐξαναπτύσσω
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
Spanish (DGE)
exponer, explicar αἰσχρῶς ἐξαναπτύξας ταύτην (ἐργασίαν) Tz.H.6.44.
German (Pape)
[Seite 868] entwickeln, erklären, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναπτύσσω: ἀναπτύσσω, ἐξερμηνεύω, Τζέτζ. Ἱστ. 6. 41.
Greek Monolingual
ἐξαναπτύσσω (Μ)
αναπτύσσω διεξοδικά, εξηγώ, ερμηνεύω.