ἐξερωέω
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
English (LSJ)
swerve from the course, of shy horses, αἱ δ' ἐξηρώησαν Il. 23.468; ἐξηρώησε κελεύθου Theoc.25.189.
German (Pape)
[Seite 879] aus der Bahn weichen, von scheuen Pferden, durchgeyen, Il. 23, 468; ἐξηρώησε κελεύθου, er wich aus dem Wege, Theocr. 25, 189.
French (Bailly abrégé)
-ωῶ;
ao. ἐξηρώησα;
s'élancer hors de la carrière, s'emporter en parl. de chevaux.
Étymologie: ἐξ, ἐρωέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξερωέω: ὁρμῶ ἔξω τοῦ δρόμου, ἀφηνιάζω, ἐπὶ πτοηθέντος ἵππου, αἱ δ’ ἐξηρώησαν Ἰλ. Ψ. 468· ἐξηρώησε κελεύθου Θεόκρ. 25. 189.
English (Autenrieth)
only aor. ἐξερώησαν (ἵπποι), have run away, ‘bolted,’ Il. 23.468†.
Greek Monotonic
ἐξερωέω: μέλ. -ήσω, βγαίνω με ορμή έξω από το δρόμο, παρεκκλίνω, λοξοδρομώ, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξερωέω: сворачивать в сторону (μέσσης κελεύθου Theocr.): αἱ (ἵπποι) ἐξηρώησαν Hom. лошади метнулись в сторону.