ἐπακριβής
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
ἐπακριβές, accurate: neut. as adverb, -ὲς πάντα ἐπεξιέναι Aps. Rh.p.316 H.
Greek Monolingual
(Α ἐπακριβής, -ές)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με απόλυτη ακρίβεια, ο εντελώς ακριβής
αρχ.
1. επιμελής
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐπακριβές
με ακρίβεια, επιμελώς
επίρρ...
επακριβώς
με μεγάλη ακρίβεια, επιμελώς.