ἐπεκέκλετο
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
v. ἐπικέλομαι.
French (Bailly abrégé)
v. ἐπικέλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεκέκλετο: ἴδε τὸ ῥῆμα ἐπικέλομαι.
English (Autenrieth)
see ἐπικέλομαι.
Greek Monotonic
ἐπεκέκλετο: γʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ του ἐπικέλομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεκέκλετο: эп. 3 л. sing. aor. 2 к ἐπικέλομαι.