Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐργατήσιος

From LSJ
Revision as of 15:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργᾰτήσιος Medium diacritics: ἐργατήσιος Low diacritics: εργατήσιος Capitals: ΕΡΓΑΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: ergatḗsios Transliteration B: ergatēsios Transliteration C: ergatisios Beta Code: e)rgath/sios

English (LSJ)

α, ον, = ἐργάσιμος, χώρα dub. in Plu. Cat.Ma.21 (v.l. ἔργα πίσσια).

German (Pape)

[Seite 1020] einträglich, ergiebig, χώρα Plut. Cat. mai. 21.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
productif, fertile.
Étymologie: ἐργάτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργᾰτήσιος: -α, -ον, παρέχων εἰσόδημα, χώρα Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 21.

Greek Monolingual

ἐργατήσιος, -ία, -ιον (Α)
φρ. «ἐργατήσιος χώρα» — χώρα που παρέχει εισόδημα, εύφορη.

Greek Monotonic

ἐργᾰτήσιος: -α, -ον, αυτός που παρέχει εισόδημα, προσοδοφόρος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐργᾰτήσιος: плодородный, доходный (χώρα Plut.).

Middle Liddell

ἐργᾰτήσιος, η, ον
producing an income, Plut.