ἐριβρεμέτης

From LSJ
Revision as of 15:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριβρεμέτης Medium diacritics: ἐριβρεμέτης Low diacritics: εριβρεμέτης Capitals: ΕΡΙΒΡΕΜΕΤΗΣ
Transliteration A: eribremétēs Transliteration B: eribremetēs Transliteration C: erivremetis Beta Code: e)ribreme/ths

English (LSJ)

ου, Ep. εω, ὁ, loud-thundering, Ζεύς Il.13.624; of Aeschylus, Ar.Ra.814(hex.); Διόνυσος D.P.578, etc.; loud-roaring, λέοντες Pi.I.4(3).46; loud-sounding, αὐλός AP6.195 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 1028] ὁ, der laut tosende, donnernde Zeus, Il. 13, 624 u. sp. D.; λέων, laut brüllend, Pind. I. 3, 64; Aeschylus, Ar. Ran. 814; αὐλός, laut schallend, Archi. 4 (VI, 195), u. ä. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
au bruit retentissant.
Étymologie: ἐρι-, βρέμω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριβρεμέτης: -ου, ὁ, ἐπὶ τοῦ Διός, ἰσχυρῶς βροντῶν, Ζεὺς Ἰλ. Ν. 624· περὶ τοῦ Αἰσχύλ., ἦ που δεινὸν ἐριβρεμέτας χόλον ἔνδοθεν ἕξει Ἀριστοφ. Βάτρ. 814· Ἰνδοὶ κῶμον ἄγουσιν ἐριβρεμέτῃ Διονύσῳ Δίον. Π. 578, κτλ.· ἰσχυρῶς βρυχώμενος, λέων Πινδ. Ι. 4. 77 (3. 64)· μεγάλως ἠχῶν, αὐλὸς Ἀνθ. Π. 6. 195.

English (Autenrieth)

εω (βρέμω): loudthundering, Il. 13.624†.

Greek Monotonic

ἐριβρεμέτης: -ου, ὁ, λέγεται για τον Δία, αυτός που ρίχνει αστραπές, κεραυνούς, σε Ομήρ. Ιλ.· αὐλός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐριβρεμέτης: ου adj. m
1) оглушительно грохочущий, гремящий (Ζεύς Hom.; ирон. Αἰσχύλος Arph.);
2) издающий громкое рычание (λέων Pind.);
3) громоподобный, звонкоголосый (αὐλός Anth.).

Middle Liddell

ἐρι-βρεμέτης, ου,
of Zeus, loud-thundering, Il.: loud-sounding, αὐλός Anth.