ἐρημοφίλης

From LSJ
Revision as of 20:04, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρημοφῐ́λης Medium diacritics: ἐρημοφίλης Low diacritics: ερημοφίλης Capitals: ΕΡΗΜΟΦΙΛΗΣ
Transliteration A: erēmophílēs Transliteration B: erēmophilēs Transliteration C: erimofilis Beta Code: e)rhmofi/lhs

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ, loving solitude, AP9.396(Paul. Sil.), APl.4.256.

German (Pape)

[Seite 1027] ὁ, die Einsamkeit liebend, Paul. Sil. 72 (IX, 396); Ep. ad. 236 (Plan. 256).

Russian (Dvoretsky)

ἐρημοφίλης: дор. ἐρημοφίλᾱς, ου ὁ любящий одиночество Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρημοφίλης: ῐ, ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐρημίαν, Ἀνθ. Π. 9. 396, Πλαν. 256.

Greek Monolingual

ἐρημοφίλης, ὁ (AM)
αυτός που αγαπά την ερημιά, τη μοναξιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + -φίλης (< φιλώ)
πρβλ. παιδο-φίλης].

Greek Monotonic

ἐρημοφίλης: [ῐ], -ου, ὁ (φιλέω), αυτός που αγαπά την απομόνωση, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐρημο-φῐ́λης, ου, φιλέω
loving solitude, Anth.