ἐρημοφίλης
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ, loving solitude, AP9.396(Paul. Sil.), APl.4.256.
German (Pape)
[Seite 1027] ὁ, die Einsamkeit liebend, Paul. Sil. 72 (IX, 396); Ep. ad. 236 (Plan. 256).
Russian (Dvoretsky)
ἐρημοφίλης: дор. ἐρημοφίλᾱς, ου ὁ любящий одиночество Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρημοφίλης: ῐ, ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐρημίαν, Ἀνθ. Π. 9. 396, Πλαν. 256.
Greek Monolingual
ἐρημοφίλης, ὁ (AM)
αυτός που αγαπά την ερημιά, τη μοναξιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + -φίλης (< φιλώ)
πρβλ. παιδο-φίλης].
Greek Monotonic
ἐρημοφίλης: [ῐ], -ου, ὁ (φιλέω), αυτός που αγαπά την απομόνωση, σε Ανθ.