ἐσχαρίς

From LSJ
Revision as of 15:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχαρίς Medium diacritics: ἐσχαρίς Low diacritics: εσχαρίς Capitals: ΕΣΧΑΡΙΣ
Transliteration A: escharís Transliteration B: escharis Transliteration C: escharis Beta Code: e)sxari/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, brazier, Alex.250, Plu.Crass.16, etc.; . χρυσῆ CIG2859 (Branchidae); ἐ. ἀργυρᾶ IG12(8).51.22 (Imbros, ii B.C.); used in fishing by night. Ael.NA2.8.

German (Pape)

[Seite 1045] ίδος, ἡ, Kohlenbecken, Räucherpfanne, Alexis bei Ath. XIV, 642 f; Plut. Poplic. 17, öfter, u. a. Sp.; vgl. noch Ael. N. A. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
brasier pour la pêche de nuit (~lamparo).
Étymologie: ἐσχάρα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχᾰρίς: -ίδος, ἡ, μικρὸν πύραυνον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 435. Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1, Πλουτ. Κράσσ. 16, κτλ.· ἐσχ. χρυσῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 2859· εἶδος φανοῦ ἐν χρήσει πρὸς ἁλιείαν κατὰ τὴν νύκτα, «πυροφάνι», τῆς πρῴρας τῶν ἀκατίων κοίλας τινὰς ἐξαρτῶσιν ἐσχαρίδας πυρὸς Αἰλ. π. Ζ. 2. 8, ἴδε τὴν λ. ἰπνὸς ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ἐσχαρίς, ἡ (Α) εσχάρα
1. μικρό πύραυνο, μαγκάλι
2. είδος φανού που χρησιμοποιείται για ψάρεμα τη νύκτα, πυροφάνι.

Greek Monotonic

ἐσχᾰρίς: -ίδος, ἡ (ἐσχάρα), μαγκάλι με κάρβουνα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐσχαρίς: ίδος ἡ очаг, жаровня Plut.

Middle Liddell

ἐσχᾰρίς, ίδος ἐσχάρα
a pan of coals, Plut.