ἔκνοος
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον, contr. ἔκνους, ουν, senseless, ὑπὸ γήρως Plu.CG19.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. ἔκνους, -ουν Plu.CG 19, Sch.Gen.Il.13.395
que ha perdido la razón, enajenado ὑπὸ γήρως Plu.l.c., ἔκφρων ἐγένετο καὶ ἔ. ὁ ἡνίοχος Sch.Gen.Il.l.c.
•inconsciente, irreflexivo ἦτορ Gr.Naz.M.37.1277A, c. gen. βροτέης ἔ. εὐπαθίης Gr.Naz.M.37.1319A.
German (Pape)
[Seite 770] ον, zsgzgn ἔκνους, unverständig, sinnlos, Plut. C. Graech. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ἄνους, ἀνόητος, ἄφρων, Λατ. amens, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 19.
Greek Monotonic
ἔκνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, ανόητος, παράφρων, Λατ. amens, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκνοος: стяж. ἔκνους 2 безумный, помешавшийся (ὑπὸ γήρως Plut.).