μείων
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
so in Dor., Leg.Gort.9.48, al., Schwyzer323 B9 (Delph., iv B. C.), Tab.Heracl.1.114,al., Archyt.1, prob. in Epich.62 (μηονος cod., and so in Diotog. ap. Stob.4.7.62, etc.), and Arc., IG5(2).3.15, 18 (Tegea): neut. pl.
A μείονα Hes.Op.690, but μείω Ti.Locr.102b: masc. pl. μείους Xenoph.3.4, etc.: dat. pl. μειόνοις IG9(1).333 (Locr.): —irreg. Comp. of ὀλίγος or μικρός, lesser, less, Pi.O.1.35,al., A.Ch. 519, B.1.63, etc.; τὸ μ. κρεισσόνων κρατύνει; A.Supp.596(lyr.), cf.Hp. VM8 (v.l., cf. Erot.), Vict.1.5,al. (not in other works of Hp.), freq. in X., Cyr.5.4.48,al., not in good Att. Prose or Com., nor in Hdt.; younger, S.OC374: neut. μεῖον as Adv., less, μ. ἰσχύσειν Διός A.Pr. 510, cf. Ch.707: regul. Adv., μειόνως ἔχειν to be of less value, S.OC 104, cf. J.AJ19.2.2:—also μειότερος, α, ον, A.R.2.368, Arat.43, AP14.41, Man.2.147, IG14.2064. (μεί-yων, cf. μινύθω, Lat. minuo, minus.)
Greek (Liddell-Scott)
μείων: ἀνώμαλον συγκρ. τοῦ μικρός, μικρότερος, ἐλάσσων, Αἰσχύλ. Χο. 519, Ἱκέτ. 596, κτλ.· ἔχων μικροτέραν ἡλικίαν, χὠ μὲν νεάζων καὶ χρόνῳ μείων γεγὼς Σοφ. Ο. Κ. 374· ― οὐδ. μεῖον, ὡς ἐπίρρ., ὀλιγώτερον, μ. ἰσχύσειν Διὸς Αἰσχύλ. Πρ. 510, πρβλ. Χο. 707· ― ὡσαύτως, μειόνως ἔχειν, ἔχειν μικροτέραν ἀξίαν, Σοφ. Ο. Κ. 104· πρβλ. μειζόνως· ― τύπος τις μειότερος ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 558. 2. (Ἴδε ἐν λεξ. μινύθω). ― μειόνοις, = μείοσι, Ἐπιγρ. Λοκρ. Ὀζ. Inscr. Gr. Antiqu. 322, 13.